- αδέκαστος
- -η, -ο (Α ἀδέκαστος, -ον) [δεκάζω]1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστοτιμιότητα, ακεραιότητα («το αδέκαστο τού χαρακτήρα»).
Dictionary of Greek. 2013.