αδέκαστος

αδέκαστος
-η, -ο (Α ἀδέκαστος, -ον) [δεκάζω]
1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του
2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο
τιμιότητα, ακεραιότητα («το αδέκαστο τού χαρακτήρα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀδέκαστος — unbribed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδέκαστος — η, ο 1. αδωροδόκητος, αδιάφθορος: Οι δημόσιοι άντρες πρέπει να είναι αδέκαστοι. 2. αμερόληπτος: Η Ιστορία είναι ο αδέκαστος κριτής των ανθρώπινων πράξεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδεκαστότερον — ἀδέκαστος unbribed adverbial comp ἀδέκαστος unbribed masc acc comp sg ἀδέκαστος unbribed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστως — ἀδέκαστος unbribed adverbial ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέκαστον — ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc sg ἀδέκαστος unbribed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστοις — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστου — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστους — ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστων — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστῳ — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”